- εγκαιρία
- ἐγκαιρία, η (AM)κατάλληλος καιρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαίρια — ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc pl ἐγκαίριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίας — ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem acc pl ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίη — ἐγκαιρία seasonableness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek